- ἐπιβρέχει
- ἐπί-βρέχωAcut. (Sp.)pres ind mp 2nd sgἐπί-βρέχωAcut. (Sp.)pres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιβρέχω — ἐπιβρέχω (AM) 1. βρέχω, καταβρέχω την επιφάνεια 2. ρίχνω σαν βροχή αρχ. απρόσ. ἐπιβρέχει βρέχει … Dictionary of Greek